άντερο

άντερο
το
1. το έντερο*
2. στον πληθ. τα άντερα
γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα
3. φρ. «στριμμένο άντερο» — ο δύστροπος
«μου γυρίζουν τ' άντερα» — αισθάνομαι αηδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς το αντί- < αρχ. έντερον*.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. α' συνθετ. αντερο-βγάλτης, αντεροκαίομαι, αντερόλυσσα, αντεροσπασμός, αντεροσφάχτης
β' συνθετ. σπληνάντερο, τυφλάντερο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άντερο — το βλ. έντερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κένταλ, Αντέρο ντε- — (Antero deQuental, 1842 – 1891). Πορτογάλος ποιητής. Υπέρμαχος των δημοκρατικών και προοδευτικών ιδεών και εχθρός του ρομαντισμού, ο Κ. έχει εκφράσει τις απόψεις του στο έργο Αίτια της κατάπτωσης των λαών της Ιβηρικής χερσονήσου (1871). Τα… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • κωλάντερο — το το τελευταίο μέρος τού παχέος εντέρου, το απευθυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + άντερο] …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροβγάλτης — ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης) κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο βγάλτης] …   Dictionary of Greek

  • πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] …   Dictionary of Greek

  • σκουληκαντέρα — η, Ν σκουλήκι που ζει στο νερό ή σε υγρά εδάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + άντερο, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”