άντερο — το βλ. έντερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κένταλ, Αντέρο ντε- — (Antero deQuental, 1842 – 1891). Πορτογάλος ποιητής. Υπέρμαχος των δημοκρατικών και προοδευτικών ιδεών και εχθρός του ρομαντισμού, ο Κ. έχει εκφράσει τις απόψεις του στο έργο Αίτια της κατάπτωσης των λαών της Ιβηρικής χερσονήσου (1871). Τα… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
κωλάντερο — το το τελευταίο μέρος τού παχέος εντέρου, το απευθυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + άντερο] … Dictionary of Greek
μαχαιροβγάλτης — ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης) κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο βγάλτης] … Dictionary of Greek
πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] … Dictionary of Greek
σκουληκαντέρα — η, Ν σκουλήκι που ζει στο νερό ή σε υγρά εδάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + άντερο, κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek